πενθαλεος

πενθαλεος
    πενθαλέος
    πενθᾰλέος
    3
    печальный, скорбный
    

(παλάμαι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πενθαλεος" в других словарях:

  • πενθαλέος — sad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέος — α, ον, Α 1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος 2. αυτός που προξενεί πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πενθαλέα — πενθαλέος sad neut nom/voc/acc pl πενθαλέᾱ , πενθαλέος sad fem nom/voc/acc dual πενθαλέᾱ , πενθαλέος sad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέαις — πενθαλέος sad fem dat pl πενθαλέᾱͅς , πενθαλέος sad fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέον — πενθαλέος sad masc acc sg πενθαλέος sad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέην — πενθαλέος sad fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέης — πενθαλέος sad fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέοις — πενθαλέος sad masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέοισιν — πενθαλέος sad masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέων — πενθαλέος sad masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθαλέῃ — πενθαλέος sad fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»